- εμβελής
- ης, ες 1. уст. находящийся в пределах дальности полёта, радиуса действия (снаряда и т. п.);2. (τό ) см. εμβέλεια
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμβελής — ές (Α ἐμβελής, ές) αυτός που βρίσκεται μέσα στην απόσταση βολής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εμβελές η εμβέλεια, το βεληνεκές … Dictionary of Greek
ἐμβελεῖς — ἐμβελής within range of missiles masc/fem acc pl ἐμβελής within range of missiles masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβελές — ἐμβελής within range of missiles masc/fem voc sg ἐμβελής within range of missiles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβελοῦς — ἐμβελής within range of missiles masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek